Skip to content

Το “Maestro in Blue” είναι ίσως η πιο πολυσυζητημένη τηλεοπτική σειρά, ελληνικής παραγωγής, των τελευταίων χρόνων. Σε αυτό συντέλεσαν πολλά: το μοναδικό σενάριο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, το υψηλό επίπεδο παραγωγής, η ομορφιά των Παξών, το εκπληκτικό cast καθώς και η σαγηνευτική μουσική του. Εξάλλου όπως μαρτυράει και ο ίδιος ο τίτλος της σειράς, η υπόθεση της έχει απόλυτα μουσική  βάση.

Κάθε δουλειά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, είτε είναι κινηματογραφική είτε τηλεοπτική, προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού όχι μόνο για τις άκρως συναισθηματικές ιστορίες τους αλλά και για τις μουσικές επιλογές του ίδιου. Δεν είναι μόνο τα τραγούδια που χρησιμοποιεί για τις σκηνές του αλλά και η ορχηστρική μουσική του. Τόσο με το “Αν…” όσο και με το “Ένας Άλλος Κόσμος”, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε δύο original scores που αγαπήθηκαν πολύ. Αμφότερα φέρουν την υπογραφή του Κώστα Χρηστίδη, ενός σπουδαίου Έλληνα συνθέτη ο οποίος από τα πρώτα του κιόλας βήματα δραστηριοποιείται στο Hollywood. Ο ίδιος βρίσκεται και πάλι στο πλευρό του Παπακαλιάτη, επενδύοντας τα επεισόδια του “Maestro in Blue” με νέα μουσική που για άλλη μια φορά ενίσχυσαν το συναίσθημα του κοινού σε κάθε σκηνή της σειράς. 

Ποιος είναι όμως ο πραγματικός Μαέστρο πίσω από το “Maestro in Blue”; Ο Kostas Christides συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα στούντιο του Los Angeles, όπως: Universal, Sony/ Columbia Pictures, Warner Bros. Pictures, MGM, Disney, Miramax, Paramount Pictures, ενώ έχει δουλέψει με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Στο βιογραφικό του αναφέρονται ταινίες όπως: “Spiderman 3”, “Entrapment”, “Sweet November”, “Ghost Rider”, “Love Happens”, “The Exorcism of Emily Rose”, “Wonder Boys”, “The Hurricane”, “Teacher”, “Pet Sematary”, “Benji”, “Love & Gelato” και φυσικά ελληνικές παραγωγές όπως το “Eduart” και το “Poker Face”. 

O Kostas Christides, μιλά στο SounDarts.gr για το λαμπρό ταξίδι του στον κόσμο της κινηματογραφικής μουσικής, σε μια αποκλειστική συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης!

Kώστα σε καλωσορίζω στο SounDarts.gr! Είναι τιμή μας να σε φιλοξενούμε κι ευχαριστώ εκ των προτέρων για την συνομιλίας μας!

Σε τι φάση σε πετυχαίνουμε αυτή την περίοδο; Με τι ασχολείσαι;

Μόλις ήρθα από την Ελβετία, όπου έκανα μια πάρα πολύ ωραία δουλειά και διαφορετική από αυτές που συνηθίζω να κάνω. Έχει να κάνει με κινηματογράφο, αλλά και με κονσέρτο. O Christopher Young είναι ένας συνθέτης με τον οποίο έχω δουλέψει πολύ και ουσιαστικά είναι ο μέντοράς μου. Έχουμε δουλέψει μαζί σε περίπου 50 ταινίες. Από το 1997 που ήταν καθηγητής μου στο USC (University of Southern California) και το 1998 που έπιασα δουλειά στο studio του και έγινε ανάθεση να γράψει μουσική για τη βουβή ταινία του “Nosferatu”, το οποίο είναι ένα θρίλερ που γιορτάζει τα 100 χρόνια φέτος και νομίζω θα γίνει κι ένα remake. Έγραψε λοιπόν αυτό το κομμάτι, 92 λεπτά συνεχόμενης μουσικής, αφού είναι βουβή ταινία, σε ερμηνεία της Ορχήστρας Tonhalle της Ζυρίχης, μια φανταστική ορχήστρα, σε μια καταπληκτική ανακαινισμένη αίθουσα που είναι σαν μουσείο μέσα, με πίνακες, πολυελαίους και ένα ολοκαίνουριο εκκλησιαστικό όργανο. Εγώ ήμουν ενορχηστρωτής σε αυτό μαζί με μια ομάδα και πήγα μαζί με τον Christopher στη Ζυρίχη για τις πρόβες από 19 έως 25 Φεβρουαρίου, όπου έγιναν και δύο συναυλίες. Ήταν μια πολύ διαφορετική δουλειά γνώρισα ανθρώπους του συναυλιακού κόσμου, έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από εκείνο της κινηματογραφικής μουσικής, και η ορχήστρα, η μουσική, η αίθουσα, η ενέργεια ήταν όλα καταπληκτικά. Μια πάρα πολύ όμορφη δουλειά με φανταστικό αποτέλεσμα, καθώς η ορχήστρα είναι καταπληκτική.

Έχεις κάποιο άλλο έργο στα σκαριά;

Το ένα έργο που ασχολήθηκα πρόσφατα ήταν αυτό και το επόμενο που είναι καθ’ οδόν, συμπτωματικά έχει να κάνει και πάλι με κονσέρτο. Mου έχει γίνει ανάθεση από την Κρατική Ορχήστρα της Θεσσαλονίκης να γράψω ένα κομμάτι για την Γενοκτονία των Ποντίων, που θα ερμηνεύσει η Κ.Ο.Θ. στις 19 Μαρτίου. Για εμένα είναι τρομερή πρόκληση, καθώς για πρώτη φορά μου γίνεται μια τέτοια πρόταση. Έχω αρκετή αγωνία για να δω τι θα γράψω, γιατί με τις ταινίες υποστηρίζεις ουσιαστικά την ταινία. Εδώ είμαι εγώ που πρέπει να γράψω μουσική και είναι μια πρόκληση σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτον γιατί έχει να κάνει με μουσική του συναυλιακού χώρου, δεύτερον μου έχει γίνει πρόταση από την ορχήστρα της γενέτειρας μου, της Θεσσαλονίκης που δημιουργεί ένα τρομερό συναίσθημα και τρίτον και σημαντικότερο είναι γιατί αφορά ένα τόσο σημαδιακό γεγονός του ελληνισμού. Είναι μια τεράστια τιμή για εμένα και νιώθω μεγάλη ευθύνη για τη δημιουργία του. Νομίζω θα είναι μια από τις πιο ωραίες στιγμές μου.

Μιλώντας, λοιπόν, για την επικαιρότητα. Πρόσφατα, απολαύσαμε τη νέα, τηλεοπτική σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, “Maestro”, όπου συμβάλλεις με τις μουσικές σου συνθέσεις. Πώς βίωσες εσύ το “Maestro” μέσω της μουσικής;

Με πάρα πολύ άγχος και στρες! Ήταν η τρίτη μου δουλειά με τον Χριστόφορο, η οποία εκ των προτέρων ξέρεις ότι θα είναι πολύ απαιτητική, γιατί έχεις να κάνεις με έναν πολυτάλαντο άνθρωπο σε πολλά επίπεδα, αλλά έχει κι αυτός την τρέλα της κινηματογραφικής μουσικής. Μου έχει εκμυστηρευτεί ο ίδιος πως αν δεν ήταν σκηνοθέτης, σεναριογράφος ή ηθοποιός αυτό θα ήταν το επάγγελμα που θα ήθελε να κάνει. Έχει τρομερά μουσικό αυτί και αντίληψη της κινηματογραφικής μουσικής δηλαδή της δραματουργίας, τι μουσική να βάλει σε κάθε σκηνή. Δεν μιλάω για τα τραγούδια συγκεκριμένα, γιατί τα τραγούδια καμιά φορά είναι και μοντάζ, βάζουμε ένα τραγούδι και κόβουμε πάνω στο τραγούδι. Εδώ μιλάω, να κόψει μια σκηνή, να την μοντάρει και μετά να αποφασίσει τι θα βάλει από κάτω για να την υποστηρίξει, χωρίς να την καπακώσει ή να χαθεί. Το βίωσα με πολύ άγχος και στρες, γιατί τις προηγούμενες φορές είχαμε να κάνουμε με μια ταινία την κάθε φορά, με δύο ιστορίες το «Αν…» και τρεις το «Ένας Άλλος Κόσμος», αλλά κι αυτές σε μικρή κλίμακα, δηλαδή όλη η ταινία ήταν γύρω στις δυο ώρες. Εδώ είχαμε να κάνουμε με νέα, ωριαία επεισόδια, έχουμε πολλαπλές ιστορίες και χαρακτήρες, οι οποίοι είναι όλοι ισότιμοι και θα έπρεπε η μουσική επένδυση να «βρει» τις κατάλληλες στιγμές, ανάμεσα στα τραγούδια τα ξένα, τα ελληνικά και σε εκείνα που γράφτηκαν για τη σειρά, ώστε να υποστηρίξει τις θεματικές ενότητες που χρειαζόντουσαν έμφαση.

Πως είναι η συνεργασία σου με τον Χριστόφορο;

Όταν δουλεύω με αυτόν τον άνθρωπο είναι «ευλογία», παρόλο που έχουμε πολλές στιγμές που καυγαδίζουμε ή διαφωνούμε, ωστόσο ξέρουμε και οι δυο μας πως το κάνουμε για τον κοινό παρονομαστή, ο οποίος είναι το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την ταινία και τώρα για τη σειρά.

Θα έχουμε σύντομα την επίσημη κυκλοφορία του score του “Maestro”;

Αποφασίσαμε πως η καλύτερη στιγμή της κυκλοφορίας του score θα είναι κοντά στην παγκόσμια πρεμιέρα της σειράς από το Netflix, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 20 Μαρτίου. Παρόλο που είχαμε πάρα πολλή μουσική σε αυτή τα σειρά -έχουμε περίπου δυόμιση ώρες μουσικής-, το soundtrack θα έχει διάρκεια περίπου 30 με 35 λεπτά και θα περιέχει μόνο τα πολύ «δυνατά» κατ’ εμένα σημεία. Δε θέλω να συμπεριλάβω όλη τη μουσική που δεν είναι θεματική. Θέλω να είναι μια δουλειά που θα είναι πολύ συμπαγής και ατόφια, που όταν θα την ακούει κάποιος να μην επιχειρεί να πατήσει το κουμπί για να πάει στο επόμενο κομμάτι.

Πως δημιουργήθηκε η μουσική για τη σειρά;

Νομίζω πως με το “Maestro”, επανερχόμαστε στις πολύ παλιές και καλές εποχές της ελληνικής τηλεόρασης των δεκαετιών του 70′ και του 80′, για τις οποίες γράφονταν πολλά κομμάτια ζωντανά για σειρές. Τώρα, μου δόθηκε η ευκαιρία να μπορώ να κάνω τρεις συνεδρίες των τεσσάρων ωρών, με μια ορχήστρα περίπου 40 εγχόρδων και άρπα. Ηχογραφήσαμε γύρω στα 45 λεπτά μουσικής από τις 2,5 ώρες που υπήρχαν. Ο ακροατής έστω κι αν δεν καταλαβαίνει την ηλεκτρονική επεξεργασία από το live, υποσυνείδητα κάνει μεγάλη δουλειά.

Γεγονός! Πολλοί αναγνώστες μας, αναζητούσαν επίμονα να μάθουν ποιο είναι το μουσικό θέμα στους τίτλους τέλους της σειράς.

Αυτό, το θέμα με το σόλο πιάνο και την ορχήστρα ή το θέμα όταν πέθανε ο Διονύσης και είναι η Αλεξίου πάνω από τον τάφο είναι κομμάτια που γράφτηκαν ζωντανά με ορχήστρα και είχαν άμεση απήχηση στο κοινό.

Ποιοι ήταν οι βασικοί σου συνεργάτες σε αυτό το εγχείρημα;

Σε ένα τόσο σφιχτό πρόγραμμα, είχα στο πλευρό μου τον ενορχηστρωτή Δημήτρη Μαρινάκη, που είναι το «δεξί μου χέρι» εδώ στην Ελλάδα, τον ενορχηστρωτή Michael Eastwood και τον Νικηφόρο Χρυσολωρά. Ηχογραφήσαμε στην Μπρατισλάβα με διευθυντή ορχήστρας τον Vladimir Martinka, ο οποίος είναι ο μόνιμος μαέστρος που συνεργάζομαι. Η μίξη της μουσικής έγινε στη Ρώμη από τον Goffredo Gibellini, τον οποίο γνώρισα σε ένα μεγάλο έργο που έκανα για το Netflix, πέρυσι τον Μάρτιο, το “Love & Gelato”. Ωστόσο αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι πως χωρίς την υποστήριξη και την επιμονή στην παραγωγή του σκηνοθέτη, του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, δεν θα μπορούσε να έχει γίνει τίποτα. Ήταν πολύ σημαντική η προσφορά του, καθώς απαίτησε από την παραγωγή έστω κι αυτές οι τρεις συνεδρίες να γίνουν ζωντανά.

Πώς κρίνεις από τη δική σου πλευρά το γεγονός ότι είναι η πρώτη σειρά ελληνικής παραγωγής που προβλήθηκε στο Netflix;

Νομίζω πως επιτέλους ο κύβος ερρίφθη για τον ελληνικό κινηματογραφικό κόσμο και κακά τα ψέματα υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να έχουμε κυκλοφορήσει σε παγκόσμια κλίμακα. Νομίζω πως ήταν η κατάλληλη στιγμή με το κατάλληλο έργο. Δεν το λέω επειδή είμαι μέρος αυτής της δουλειάς αλλά είναι μια πραγματικά ξεχωριστή δουλειά από τεχνικής άποψης και επίπεδο παραγωγής. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει ο κόσμος πως για πλατφόρμες, όπως το Netflix, το Amazon, το Hulu, το HBO, θέλουν κάθε καινούρια παραγωγή σε πολύ υψηλό επίπεδο. Δυστυχώς είναι έτσι, γιατί υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός. Παρόλο που για εμένα είναι η τέταρτη δουλειά μου στο Netflix, αυτή είναι η πιο αγαπημένη μου, γιατί έχει σχέση με την Ελλάδα και είναι μεγάλη μου τιμή να συμμετέχω στην πρώτη ελληνική παραγωγή που κυκλοφορεί παγκοσμίως μέσω του Netflix.

Ποιος είναι για εσένα ο σημαντικότερος λόγος ή και αφορμή για να συνεργαστείς με κάποιον; Είτε αυτός είναι παραγωγός, σκηνοθέτης ή μουσικός.

Τους ανθρώπους δεν τους γνωρίζουμε εκ των προτέρων, σωστά; Αυτή η ερώτηση έχει δύο απαντήσεις. Φυσικά σε μια πρώτη κι επιφανειακή προσέγγιση είναι τι έχουν κάνει στο παρελθόν. Η δουλειά τους. Τώρα αν τύχει και τελικά δουλέψω μαζί τους, από εκεί και πέρα μετράει πάρα πολύ η συνεννόηση κι η αντίληψη που έχουμε καλλιτεχνικά για το εκάστοτε έργο. Για παράδειγμα, εγώ πλέον με τον Χριστόφορο δεν εξετάζω αν θα κάνει κάποιο καλό έργο ή όχι, ή με τον Brandon Camp, με τον οποίο γνωριστήκαμε μέσω του Christopher Young και κάναμε μια ταινία που λεγόταν “Love Happens” με την Jennifer Aniston το 2008 και μετά συνεργαστήκαμε σε μια ακόμα ταινία το “Benji”. Συνεργαστήκαμε λες κι είχαμε το ίδιο μυαλό, υπήρχε απόλυτη ταύτιση για την προσέγγιση που είχαμε κι οι δυο για τη μουσική της ταινίας. Όταν ταυτίζεσαι σχετικά γρήγορα με τους συνεργάτες σου και σαν χαρακτήρας, όποιες καλλιτεχνικές διαφορές έχεις, καταφέρνεις και τις επιλύεις, αν υπάρχει καλή διάθεση και αμοιβαίος σεβασμός. Αυτό είναι πολύ σημαντικό! Όταν γράφεις ένα score με 60-70 λεπτά μουσικής σίγουρα δεν μπορεί να υπάρχει έγκριση κατευθείαν. Υπάρχουν αλλαγές ή διαφωνίες. Έχουν υπάρξει πολλές φορές που έχω ακούσει τους σκηνοθέτες μου, όταν μου ζητούν να αλλάξω εντελώς τη μουσική σε κάποια σκηνή κι ενώ στην αρχή μπορεί να είμαι λίγο διστακτικός, μετά όταν κάνω αυτό που μου ζητάνε, καταλήγω να λέω «ξέρεις κάτι; δίκιο είχαν».

Είσαι ένας Έλληνας που έχει επιλέξει την επαγγελματική του καριέρα να την εδραιώσει κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό. Τι είναι αυτό που σε εξιτάρει περισσότερο με τη ζωή και την καριέρα εκτός Ελλάδος;

Η δουλειά μου με έχει επιλέξει να είμαι στο εξωτερικό. Όταν έλεγα πως ήθελα να κάνω κινηματογραφική μουσική τη δεκαετία του 80′ δεν ήταν κακό, αλλά φαινόμουν σαν εξωγήινος, κυρίως αν αναλογιστείς πως τότε δεν υπήρχε ούτε το ιντερνέτ. Το 1997, όταν πήγα στο Los Angeles, το ιντερνέτ ήταν στα πρώτα του βήματα. Έφυγα στο εξωτερικό το 1992 και δεν θα μπορούσα να πάω σε άλλη πόλη εκτός του Los Angeles για να δουλέψω σε αυτόν τον χώρο. Ήμουν πολύ τυχερός, διότι αμέσως μετά τις σπουδές μου εκεί το 1997, έπιασα κατευθείαν δουλειά ως βοηθός ενός ανερχόμενου τότε συνθέτη, τον Christopher Young, και μπήκα στα «βαθιά νερά» καθώς δεν υπήρχε πιο επαγγελματικό επίπεδο τότε. Στο εξωτερικό με εξιτάρει ο τρομερός επαγγελματισμός που υπάρχει γενικά στον κινηματογραφικό κόσμο του Los Angeles. Με εξιτάρει το γεγονός πως το Los Angeles είναι η πρώτη πόλη που θα απευθυνθεί ο τομέας της τεχνολογίας, καθώς είναι το κέντρο του κινηματογράφου. Με εξιτάρει επίσης το πόσο πολλοί άνθρωποι εργάζονται σε αυτόν τον χώρο. Μπορείς να ανταλλάσσεις πληροφορίες με άλλους συνθέτες, με άλλους ενορχηστρωτές, για προγράμματα, υπάρχουν forums και δημιουργείται ένας τρομερός πυρήνας ενέργειας, πληροφοριών και εξέλιξης, οπότε είσαι μέσα στη «μαρμίτα που μαγειρεύεται» το επόμενο μεγάλο έργο.

Είναι εύκολο για έναν Έλληνα καλλιτέχνη να “επιβιώσει” ανάμεσα στην ταχύτητα και το μεγαλείο του Hollywood; Αναφέρω τη λέξη “μεγαλείο”, γιατί για τους περισσότερους Έλληνες, όλα αυτά φαντάζουν μεγάλα! Πώς βίωσες και βιώνεις εσύ αυτή την κατάσταση;

Πανεύκολα, εφόσον θέλεις να δουλέψεις. Σαν ανθρώπινες οντότητες κι όχι μόνο ως Έλληνες, έχουμε την τάση να είμαστε άνετοι σε μίζερες καταστάσεις, γιατί αυτό μας διευκολύνει και έτσι πολύ εύκολα βρίσκουμε μια δικαιολογία για να μην κάνουμε κάτι! Το ζητούμενο είναι να θέλεις να δουλέψεις. Κανείς στο Los Angeles δεν είναι από εκεί, είναι σπάνιο. Όλοι σε αυτή την πόλη κατάγονται από όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχουν διακρίσεις, δε σε βλέπουν σαν κάτι διαφορετικό. Αντιθέτως το να είσαι Έλληνας είναι κάτι εξωτικό και λειτουργεί υπέρ σου. «Μη χάσεις την προφορά σου» μου είπε στη σχολή το 1997 ο Elmer Bernstein. Μετά από τόσα χρόνια που ζω στο εξωτερικό νιώθω πολύ τυχερός που μπορώ να υπερηφανεύομαι για τους αρχαίους μου προγόνους και για τον πολιτισμό που έβγαλε η χώρα μου.

Christopher Young, Elmer Bernstein… Ποιους άλλους μεγάλους συνθέτες γνώρισες ως καθηγητές όταν σπούδαζες στο Los Angeles;

Είχα τον Joe Harnell, για λίγα μαθήματα είχα τον Jerry Goldsmith, είχαμε τον James Horner που είχε έρθει για μια φορά, τον Thomas Newman κ.α.

Αντιλαμβάνομαι ωστόσο πως το όνομα που ξεχωρίζει για εσένα είναι αυτό του Christopher Young. Τι σημαίνει αυτός ο άνθρωπος για εσένα;

Ο Chris για εμένα είναι μέντορας, φίλος, πατέρας κι ο άνθρωπος με τον οποίο δουλεύουμε ακόμα μαζί. Τον αγαπώ απεριόριστα! Είναι εκείνος που με κράτησε στην Αμερική. Εγώ πήγα και του ζήτησα να με σπονσοράρει για να παραμείνω στη χώρα κι αντ’ αυτού εκείνος μου πρόσφερε δουλειά. Έκτοτε δουλέψαμε μαζί σε 50 ταινίες, οπότε για εμένα είναι ένα μεγάλο μέρος της καριέρας μου. Έχω μάθει πάρα πολλά δίπλα του κι όχι μόνο στο πώς να κάνω ή να μην κάνω πράγματα κατά τη διάρκεια μιας παραγωγής.

Ποια ήταν η πιο εύκολη δουλειά σου ως τώρα;

Μια από τις πιο ωραίες μου δουλειές, που ήταν «εύκολη» και μου δόθηκε ελευθερία να κάνω ότι θέλω, ήταν όταν έκανα κάποια κομμάτια για το ντοκιμαντέρ σχετικά με τη ζωή του Stan Lee. Έγραψα με φουλ ορχήστρα στο Capitol Records. Είχαμε γύρω στους 88 φοιτητές. Το highlight ήταν όταν ήρθε ο Stan Lee στο studio, o οποίος νόμιζε πως θα έβλεπε μια κιθάρα κι ένα πιάνο κι όταν μπήκε στο studio, έπαθε σοκ. Δεν είχαμε επαγγελματίες μουσικούς, δεν μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά κι ο παραγωγός έκανε μια πολύ έξυπνη κίνηση: να στείλει σε όλα τα μουσικά σχολεία της Αμερικής προς αναζήτηση μουσικών. Τελικά, πήραμε γύρω στις 2.000 αιτήσεις από μουσικούς, οι οποίοι θα πλήρωναν με δικά τους χρήματα να έρθουν να παίξουν. Βέβαια, είχα και πολλά προβλήματα με το συνδικάτο των μουσικών στο Los Angeles που τους εξήγησα πως μόνο αυτό μπορεί να γίνει ή τίποτα άλλο και προσφέρω στα παιδιά την εμπειρία μιας συνεδρίας ηχογράφησης που μέχρι τώρα μπορεί να μην είχαν ποτέ στη ζωή τους, στο Capitol Records, ένα τρομερά ιστορικό studio και θα έχουν τη δυνατότητα να συναντήσουν από κοντά τον Stan Lee. Ξεχωρίσαμε 120 φοιτητές, υπήρχε τρομερή ενέργεια, ηχογραφήσαμε και ήταν «εύκολη» δουλειά, γιατί έγραψα ότι ήθελα, σε στυλ Marvel που το αγαπώ, ένα score βασισμένο σε ορχήστρα. Το γεγονός πως είδα τον Stan Lee να εντυπωσιάζεται, να χαίρεται και να με συγχαίρει ήταν μια ανεκτίμητη στιγμή.

Κι η πιο δύσκολη ποια ήταν;

Η πιο δύσκολη δουλειά για εμένα ήταν το «Ένας Άλλος Κόσμος», διότι είχα γράψει πολλή μουσική και καθώς γινόταν το μοντάζ της ταινίας, πηγαίναμε πίσω και το αλλάζαμε. Έπρεπε, λοιπόν, να ξαναγράψουμε σκηνές και να τις σκεφτούμε διαφορετικά. Άλλαζε συνέχεια, οπότε δούλεψα για αυτό το score περίπου 10 μήνες που είναι υπερβολικός χρόνος για μια ταινία, -συνήθως διαρκεί περίπου δύο-τρεις μήνες-, αλλά αυτό ήταν πιο δύσκολο από άποψη σύλληψης. Δύσκολο ήταν επίσης το “Benji” που είχε 52 λεπτά με μουσική δράσης με φουλ ορχήστρα. Αυτό ήταν εκτελεστικά δύσκολο, αλλά με τον σκηνοθέτη το είχαμε βρει και χρονικά μας βγήκε. Ωστόσο στο «Ένας Άλλος Κόσμος» με τον Χριστόφορο είχαμε πολύ καλή συνεργασία, αλλά επειδή άλλαζε συνεχώς το μοντάζ έπρεπε να πάμε πίσω να σβήσουμε να ξαναγράψουμε μέχρι να το βρούμε κι έτσι μας πήρε αρκετό καιρό. Βέβαια για να λέμε την αλήθεια, καλά έκανε κι έγινε έτσι, γιατί είμαι ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν κάτι που το χρειαζόταν κι η ταινία αλλά κι εγώ, για να ζυμωθώ με τη μουσική περισσότερο μέσα στο έργο, ώστε να βγει αυτό που βγήκε!

Όταν αποφάσισες ότι θα ήθελες να ενταχθείς στη μουσική βιομηχανία, η κινηματογραφική μουσική ήταν εξαρχής η επιλογή σου;

Ναι! Το έχω πει σε πολλές συνεντεύξεις ότι εγώ γεννήθηκα σαν παιδάκι όταν άρχισα πιάνο από τα έξι μου χρόνια. Μελετούσα αρκετά, αλλά αυτοσχεδίαζα πολύ επίσης. Είχα αυτή την τρέλα του αυτοσχεδιασμού που είναι τα πρώτα βήματα ενός ανθρώπου που θέλει να συνθέσει. Πάντα μου άρεσε η κλασσική κι η ορχηστρική μουσική κι έδινα προσοχή σε πολλά συγκροτήματα, όπως Queen, Supertramp, Deep Purple, Pink Floyd, αλλά άκουγα πάντα τη μουσική και γι’ αυτό δεν ήξερα ποτέ τους στίχους. Οπότε όλα αυτά ήρθαν και δέσανε με τον κινηματογράφο που τότε είχε αυτά τα πολύ γνωστά θέματα της δεκαετίας του 80 όπως: «Ο Πόλεμος των Άστρων», «Indiana Jones», «Ε.Τ.», «Out of Africa», «Willow» κ.α. Επίσης, υπήρχε κι η δυνατότητα αυτά που θα γράψεις να ακουστούν κιόλας, γιατί το δύσκολο στον χώρο του συναυλιακού κόσμου είναι ότι μπορεί να γράψεις κομμάτια τα οποία δε θα παιχτούν ποτέ ή θα παιχτούν μόνο μια φορά. Αντιθέτως, αυτά που κάνεις για κάποια ταινία θα μείνουν για πάντα. Αυτό με συνεπήρε πάρα πολύ. Από πιτσιρικάς μάζευα soundtracks σαν τρελός. Ξόδευα σε αυτά σχεδόν όλο μου το χαρτζιλίκι. Από το πεντοχίλιαρο της Παρασκευής τα 4.800 έφευγαν στο Rock100, στη Θεσσαλονίκη. Απώτερος στόχος ήταν πάντα να πάω στο Los Angeles και για να γίνει αυτό, έπρεπε να πάω μέσω Αγγλίας, γιατί πρώτα έπρεπε να κάνω κάποια σύνθεση, να σπουδάσω με δωρεάν δίδακτρα λόγω ευρωπαϊκής κοινότητας κι ευτυχώς μου βγήκε.

Κι αν σε ρωτούσα ο Κώστας τί μουσική ακούει στον ελεύθερο του χρόνου, τί θα μου έλεγες; Ποια είναι τα δικά του αγαπημένα;

Ησυχία! Απόλυτη ησυχία! Επειδή δουλεύω πάρα πολλές ώρες και στη δουλειά μου δεν υπάρχουν Σαββατοκύριακα ή αργίες. Μέσα σε μια τυπική μέρα μπορεί να χρειαστεί να δουλέψω μέχρι και 16 ώρες, καθώς οι προθεσμίες είναι βάναυσες πολλές φορές. Άρα είτε θα επιλέξω να μην ακούσω κάτι ή θα ακούσω soundtracks, κλασική ή ηλεκτρονική μουσική, παλιά hard-rock συγκροτήματα, όπως ανέφερα πιο πριν και μου αρέσει επίσης πολύ η παλιά jazz και το bebop.

Ποιο είναι το μότο σου στη ζωή;

(δες την απάντηση του Kostas Christides στο video που ακολουθεί)

Συνέντευξη: Θοδωρής Κολλιόπουλος

Back To Top